ποντοπόρος

ποντοπόρος
-ο / ποντοπόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α
1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος
νεοελλ.
φρ. «ποντοπόρο πλοίο» — πλοίο που κάνει υπερπόντιες μεταφορές, ιδίως φορτηγό πλοίο που εκτελεί πλόες πέρα από το Γιβραλτάρ ή το Σουέζ
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντοπόρεια
προσωνυμία μιας Νηρηΐδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποντοπόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντόπορος — seafaring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρος — α, ο αυτός που πλέει στις μεγάλες θάλασσες: Ποντοπόρα πλοία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντοπόροιο — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut gen sg (epic) ποντοπόρος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροις — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροισι — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροισιν — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρον — ποντοπόρος masc/fem acc sg ποντοπόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρου — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut gen sg ποντοπόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρους — ποντόπορος seafaring masc/fem acc pl ποντοπόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”